ἁπλώσει

ἁπλώσει
ἅπλωσις
simplification
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἁπλώσεϊ , ἅπλωσις
simplification
fem dat sg (epic)
ἅπλωσις
simplification
fem dat sg (attic ionic)
ἁπλόω
make single
aor subj act 3rd sg (epic)
ἁπλόω
make single
fut ind mid 2nd sg
ἁπλόω
make single
fut ind act 3rd sg
ἁ̱πλώσει , ἁπλόω
make single
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἁ̱πλώσει , ἁπλόω
make single
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίστρωση — η 1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυση («επίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα») 2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό 3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι στρώνω. Η λ …   Dictionary of Greek

  • καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ …   Dictionary of Greek

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • παγκράτιο — I Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ριζοφύτευτος — ον, Μ φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • σκιάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. σκιάδα. (II) Ν επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ απλώσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.]. (III) ο, Ν 1. απότομος, τραχύς άνθρωπος 2. συνεκδ. κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …   Dictionary of Greek

  • ανέλατος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να απλώσει με σφυρηλασία: Ο χυτοσίδηρος είναι ανέλατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”